κακογράφω

κακογράφω
κακογράφώ (ε) μετ. , αμετ.
1) неразборчиво писать; 2) иметь плохой почерк

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "κακογράφω" в других словарях:

  • κακογράφω — και κακογραφώ (Μ κακογραφῶ, έω) (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) κακογραμμένος, η, ο(ν) κακότυχος, άτυχος, κακορίζικος, κακόμοιρος («τρεις αδελφάδες ήμαστε, κι οι τρεις κακογραμμένες», Πολίτ.) νεοελλ. 1. γράφω δυσανάγνωστα ή ακαλαίσθητα, έχω κακό… …   Dictionary of Greek

  • κακογραφώ — (Μ κακογραφώ έω) βλ. κακογράφω …   Dictionary of Greek

  • κακογράφω — κακόγραψα, κακογραμμένος, έχω κακό γραφικό χαρακτήρα, γράφω δυσανάγνωστα: Το κείμενο αυτό είναι κακογραμμένο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κακογράφῳ — κακόγραφος badly written masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γράφω — (AM γράφω) 1. αποδίδω λέξεις με γράμματα τού αλφαβήτου 2. ζωγραφίζω 3. γράφω επιστολή 4. καταχωρίζω σε κατάλογο 5. εγγράφω, κατατάσσω σε σχολείο κ.λπ. νεοελλ. 1. ξέρω να γράφω 2. συγγράφω, δημοσιεύω 3. κληροδοτώ, μεταβιβάζω την κυριότητα ακινήτου …   Dictionary of Greek

  • κακογραμμένος — η, ο βλ. κακογράφω …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»